- διαπνέηται
- διαπνέωblow throughpres subj mp 3rd sg (epic ionic)διαπνέωblow throughpres subj mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψαίρω — Α (μόνον στον ενεστ.) 1. (μτβ.) α) αγγίζω κάτι ελαφρά β) τρίβω ή ξύνω κάτι λίγο κατά την πλύση 2. (αμτβ.) α) κινούμαι ήρεμα ή ελαφρά β) (για φύλλα) θροΐζω γ) (για σφυγμό) πάλλω δ) (για άστρο) λαμπυρίζω ε) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ψαίρειν λέγομεν τὸ … Dictionary of Greek